- βαπτός
- βαπτός, -ή, -όν (Α) [βάπτω]1. βαμμένος, χρωματιστός2. κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για βαφή3. φρ. «βαπτάν κάλπισι παγάν» — πηγή από την οποία αντλούν νερό με δοχείο (Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαπτός — dipped masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτά — βαπτός dipped neut nom/voc/acc pl βαπτά̱ , βαπτός dipped fem nom/voc/acc dual βαπτά̱ , βαπτός dipped fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτόν — βαπτός dipped masc acc sg βαπτός dipped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπταῖς — βαπτός dipped fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπταί — βαπτός dipped fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτοῖς — βαπτός dipped masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτοῦ — βαπτός dipped masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτῇ — βαπτός dipped fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτή — βαπτός dipped fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαπτῷ — βαπτός dipped masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)